- στέρημα
- στέρ-ημα, ατος, τό,A that which is taken away, ναὸς ς. f.l. (variously emended) in S.Fr.241.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στέρημα — that which is taken away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέρημα — το, ΝΜΑ [στερώ] 1. καθετί που στερείται κανείς 2. στέρηση αρχ. καθετί που αφαιρείται ή αρπάζεται από κάποιον … Dictionary of Greek
στερήματι — στέρημα that which is taken away neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)